προδιειργάσθαι

προδιειργάσθαι
προδιεργάζομαι
prepare beforehand
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προδιεργάζομαι — Α επεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”